προκατίζων

προκατίζων
πρό-καθίζω
aB*
pres part act masc nom sg (ionic)
πρό-κατίζω
place among the stars
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καθίζω — (AM καθίζω, Α ιων. τ. κατίζω) (μτβ.) 1. βάζω κάποιον να καθίσει, δίνω θέση, τοποθετώ (α. «μέ κάθισε δίπλα του» β. «πρίν γ ὅτε δή σ ἐπ ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας», Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) κάθομαι, παίρνω στάση καθημένου, παίρνω θέση (α. «κάθισε… …   Dictionary of Greek

  • προκαθίζω — και ιων. τ. προκατίζω Α 1. (για πουλιά) πετώ λίγο προς τα εμπρός και έπειτα κάθομαι («κλαγγηδὸν προκαθιζόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κάθομαι ενώπιον τού δήμου και δικάζω («ἔνθα περ πρότερον προκατίζων ἐδίκαζε», Ηρόδ.) 3. προΐσταμαι, προεδρεύω 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”